- τενθείαν
- τενθείᾱν , τενθείαlickerishnessfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τενθεία — ἡ, Α [τενθεύω] γαστριμαργία, λαιμαργία («πολλήν τε τενθείαν λέγεις», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek